αλευροποιός

αλευροποιός
ο
αυτός που παρασκευάζει άλευρα, ο εργάτης ή ο ιδιοκτήτης αλευρόμυλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άλευρο + -ποιός < ποιώ.
ΠΑΡ. αλευροποιώ
μσν.- νεοελλ.
ἀλευροποιία
νεοελλ.
αλευροποιείο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλευροποιία — η (Μ) [αλευροποιός] η παρασκευή αλεύρων νεοελλ. η βιομηχανία που παρασκευάζει άλευρα …   Dictionary of Greek

  • αλευροποιείο — το [αλευροποιός] εργοστάσιο παρασκευής αλεύρων …   Dictionary of Greek

  • αλευροποιώ — (Α ἀλευροποιῶ έω) παρασκευάζω άλευρα, μετατρέπω σε αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλευροποιός. ΠΑΡ. νεοελλ. αλευροποίηση] …   Dictionary of Greek

  • αλεύρι — Με τον όρο α. εννοούμε συνήθως το προϊόν που προκύπτει από το άλεσμα των σπόρων του σταριού (τρίτικονσίτος ο κοινός). Στην πραγματικότητα όμως, εκτός από το σιτάρι, όλοι οι καρποί των αγρωστωδών αποτελούν μετά την άλεσή τους αλεύρι (π.χ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”